φαινυλοπυροσταφυλικός

φαινυλοπυροσταφυλικός
-ή, -ό, Ν φρ. α) «φαινυλοπυροσταφυλικό οξύ»
(θιοχ.) κετονοξύ το οποίο αποτελεί την πρόδρομη ένωση τού αμινοξέος φαινυλαλανίνη στον κυτταρικό μεταβολισμό
β) «φαινυλοπυροσταφυλική ολιγοφρενία»
ιατρ. πνευματική καθυστέρηση οφειλόμενη σε μεταβολική διαταραχή τής φαινυλαλανίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phenylpyruvic < phenyl (βλ. φαινύλιο) + pyruvic (< pyr- [< πυρ] + λατ. uva «σταφύλι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”